-
1 ὑποτροπή
ὑποτροπ-ή, ἡ,A a turning back, repulse, Plu. Alex.32.II relapse, recurrence, Id.2.565d;τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων Id.Luc.7
; cf.Hp. ap. Gal.19.150 (defined as οὐ μόνον ἡ ὑποστροφὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ἐναλλὰξ μεταβολή).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτροπή
См. также в других словарях:
υποτροπή — (Νομ.). Η διάπραξη νέου αξιόποινου αδικήματος έπειτα από προηγούμενη ποινική καταδίκη. Κατά τον ελληνικό Π.Κ. υ. υπάρχει όταν διαπράττεται αξιόποινο αδίκημα που συνεπάγεται ποινή στερητική της ελευθερίας μέσα σε 5 χρόνια από την πλήρη ή μερική… … Dictionary of Greek